-
1 недостаток
недостаток м 1) (нехватка} η έλλειψη, η ανεπάρκεια* το έλλειμα (недостача) 2) (дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι* \недостаток зрения (слуха) η αδύνατη όραση ( ακοή)* * *м2) ( дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδιнедоста́ток зре́ния (слу́ха) — η αδύνατη όραση (ακοή)
-
2 зрение
-я ουδ.όραση•слабое зрение αδύνατη όραση•
лишиться -я στερούμαι της όρασης ή του φωτός, χάνω την όραση, το φως•
обман -я οπτική απάτη (οφθαλμαπάτη).
εκφρ.поле -я – πεδίο όρασης, οπτικό πεδίο νοητή έκταση ενός τομέα, επιστήμης κλπ. точка -я άποψη, γνώμη•изложить свою точку -я – εκθέτω την άποψη μου•под углом -я – με γωνία όρασης (όπως το βλέπω ή το εκτιμώ εγώ),
См. также в других словарях:
αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… … Dictionary of Greek
αμβλωπός — ἀμβλωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατη όραση 2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση 3. μτφ. θολός, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὤψ «μάτι»] … Dictionary of Greek
αμβλυδερκής — ἀμβλυδερκής, ές (Μ) αυτός που έχει αμβλεία, αδύνατη όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + δερκὴς < δέρκομαι] … Dictionary of Greek
αμβλυωγμός — ἀμβλυωγμός, ο (Α) [ἀμβλυώσσω] εξασθενημένη, αδύνατη όραση, αμβλυωπία … Dictionary of Greek
επισκιασμός — ἐπισκιασμός, ὁ (Α) 1. κάλυμμα 2. αδύνατη όραση … Dictionary of Greek
στρίγγλα — Μάγισσα, γριά κυρίως, που εμφανίζεται στα παραμύθια κι έχει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι νεράιδες, που τις χρησιμοποιούν όμως για το κακό. Πραγματικά, ενώ η νεράιδα είναι υπερφυσικό πλάσμα, αγαθό και ενεργητικό στον άνθρωπο, στον οποίο… … Dictionary of Greek
αμείουρος — (ameiurus).Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και ως ικτάλουρος. Ζουν αποκλειστικά σε περιοχές της Bόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν μεταφερθεί και εγκλιματιστεί στα νερά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Είναι ψάρια του γλυκού… … Dictionary of Greek
αμφισβαίνια — (amphisbaenia).Υποτάξη λεπιδωτών ερπετών της τάξης των λεπιδωτών. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές φτάνοντας έως τα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη της Ισπανίας και των ΗΠΑ. Το σώμα τους έχει μήκος έως 60 εκ. και είναι μακρύ και κυλινδρικό. Δεν… … Dictionary of Greek