Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αδύνατη όραση

См. также в других словарях:

  • αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… …   Dictionary of Greek

  • αμβλωπός — ἀμβλωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατη όραση 2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση 3. μτφ. θολός, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὤψ «μάτι»] …   Dictionary of Greek

  • αμβλυδερκής — ἀμβλυδερκής, ές (Μ) αυτός που έχει αμβλεία, αδύνατη όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + δερκὴς < δέρκομαι] …   Dictionary of Greek

  • αμβλυωγμός — ἀμβλυωγμός, ο (Α) [ἀμβλυώσσω] εξασθενημένη, αδύνατη όραση, αμβλυωπία …   Dictionary of Greek

  • επισκιασμός — ἐπισκιασμός, ὁ (Α) 1. κάλυμμα 2. αδύνατη όραση …   Dictionary of Greek

  • στρίγγλα — Μάγισσα, γριά κυρίως, που εμφανίζεται στα παραμύθια κι έχει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι νεράιδες, που τις χρησιμοποιούν όμως για το κακό. Πραγματικά, ενώ η νεράιδα είναι υπερφυσικό πλάσμα, αγαθό και ενεργητικό στον άνθρωπο, στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αμείουρος — (ameiurus).Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και ως ικτάλουρος. Ζουν αποκλειστικά σε περιοχές της Bόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν μεταφερθεί και εγκλιματιστεί στα νερά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Είναι ψάρια του γλυκού… …   Dictionary of Greek

  • αμφισβαίνια — (amphisbaenia).Υποτάξη λεπιδωτών ερπετών της τάξης των λεπιδωτών. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές φτάνοντας έως τα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη της Ισπανίας και των ΗΠΑ. Το σώμα τους έχει μήκος έως 60 εκ. και είναι μακρύ και κυλινδρικό. Δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»